- φιλοπόνηρος
- φιλοπόνηροςfriend to bad menmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπόνηρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τάση προς το πονηρό 2. φίλος πονηρών ανθρώπων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόνηρον η φιλοπονηρία*. επίρρ... φιλοπονήρως Μ με φιλοπονηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πονηρός] … Dictionary of Greek
φιλοπόνηρον — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem acc sg φιλοπόνηρος friend to bad men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονήρου — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονήρους — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονήρῳ — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονηρία — ἡ, ΜΑ [φιλοπόνηρος] η ιδιότητα τού φιλοπόνηρου … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0570 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 12c ա. φιλοπόνηρος amator mali, improborum amans, pravus. Սիրօղ զչար եւ զչարս. չարամիտ. չարասիրտ. չարակամ. չար. *Բարեատեաց եւ չարասէր է վատթարն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)